- ὕλλῳ
- ὕλλοςEgyptian ichneumonmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὕλλῳ — Ὕλλος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδύλλω — (Α) φοβάμαι παρά πολύ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτερος σχηματισμός, παράλληλος τ. του βδέω με επίθημα ύλλω, που προέρχεται από τα επίθετα σε υλος] … Dictionary of Greek
δερμύλλω — (Α) έχω στύση τού πέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέρμα + (επίθημα) ύλλω (πρβλ. βδύλλω, εξαπατύλλω). Η λ. μαρτυρείται και ως γλώσσα τού Ησυχίου «δερμύλλει αισχροποιεί, οι δέ εκδέρει»] … Dictionary of Greek
εξαπατύλλω — ἐξαπατύλλω (Α) υποκορ. τ. τού εξαπατώ, σε κωμ. ποιητ. ενεργώ ή φέρομαι κάπως απατηλά σε κάποιον, εξαπατώ λίγο, ξεγελώ κατά κάποιον τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ απατώ + περισταλτική κατάλ. ύλλω] … Dictionary of Greek